Σήμερα μπήκα σ’ένα βιβλιοπωλείο και ζήτησα να πάρω το βιβλίο “Ο Μικρός Πρίγκηπας”, του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ. Η κοπέλα, υπάλληλος στο βιβλιοπωλείο, με ρώτησε, «Για μικρούς ή για μεγάλους;». Η αλήθεια είναι ότι μέχρι πριν λίγες μέρες, δεν το είχα ξανακούσει αυτό το βιβλίο, αλλά η φίλη, η οποία μου το πρότεινε, μου είχε πει πως «όταν το πρωτοδείς θα νομίσεις ότι είναι παιδικό». Στη συνέχεια έμαθα ότι όντως συγκαταλέγεται στα παιδικά βιβλία. Προτρέχω όμως τώρα, ας τα πάρω με τη σειρά που έγιναν.
Δεν ξέρω τι με έπιασε εκείνη τη στιγμή, αλλά ένιωσα κάπως άβολα. Ίσως να αντιλήφθηκα το πόσο γελοίο θα φαινόταν σε κάποιο τρίτο πρόσωπο εάν παρακολουθούσε τη συζήτηση από την αρχή. Γιατί γελοίο; Δεν ξέρω πως μου ήρθε εκείνη τη στιγμή. Επειδή μάλλον θα άκουγε τη συζήτηση και δε θα μπορούσε να συνδέσει την εικόνα που ήταν μπροστά του; Πως να συνδέσει κανείς την εικόνα ενός άντρα, με ίσως “τρομακτικό” παρουσιαστικό – διότι εδώ κι ενάμιση μήνα, το πρόσωπο μου είναι απαγορευτική ζώνη για το οποιοδήποτε ξυράφι ή την οποιαδήποτε ξυριστική μηχανή – με τα λόγια «Θέλω να πάρω τον μικρό πρίγκηπα»;
Ένιωσα άβολα, κακώς, αλλά έτσι ένιωσα. Και ξέρω και τον πραγματικό λόγο. Επειδή υπέπεσα κι εγώ στα βίτσια της κοινωνίας, που δε θέλει τους άντρες να μπαίνουν σε βιβλιοπωλεία και να ζητάνε παιδικά βιβλία για την πάρτη τους. Ελπίζω, μονάχα, αυτή μου η αδυναμία να ήταν προσωρινή υποχώρηση προς τα στερεότυπα της κοινωνίας, τουλάχιστον θα προσπαθήσω να μη γίνει ποτέ ξανά. Ας την καταλογίσω στις εμπειρίες της ζωής μου σαν δική μου προσωπική ήττα και αντίστοιχα νίκη για την κοινωνία. Δε θα επέτρεπα να ξαναγίνει αυτό όμως, άρα ας χαιρόταν προσωρινά, για αυτή τη νίκη της, η κοινωνία.
«Υπάρχει για μεγάλους;», ρώτησα απορημένος. Η κοπέλα το έψαξε στον υπολογιστή εκεί, και μου απάντησε «Απ’ότι βλέπω όχι, υπάρχει μόνο στα παιδικά!». Παίρνοντας θάρρος από την προηγούμενη στιγμιαία απόφασή μου να μην αφήσω την κοινωνία να μου υπαγορεύσει τα πρέπει και τα μη, είπα «Δεν πειράζει, κι εγώ παιδί είμαι άλλωστε! Αυτό το παιδικό θέλω να πάρω!». Για να μην πολυλογώ, στο τέλος δεν το είχανε εκεί το βιβλίο (έπρεπε να το παραγγείλω και θα έπαιρνε 2-3 βδομάδες και λέω άστο, θα πάω σ’άλλο βιβλιοπωλείο) και αναγκάστηκα να φύγω, απογοητευμένος που δε βρήκα το βιβλίο που έψαχνα, διότι ήθελα να αρχίσω να το διαβάζω όσο το δυνατό πιο νωρίς. Ξέρετε, η φίλη που μου το πρότεινε, μου ανέφερε ότι είναι εξαίσιο, ναι μεν γραμμένο παιδικά, αλλά εξαίσιο με βαθιά νοήματα.
Μπαίνω στ’αμάξι, ακόμη απογοητευμένος, επειδή, ναι μεν θα μπορούσα απλώς να πάω σε κάποιο άλλο βιβλιοπωλείο και πιθανότατα να το έβρισκα, αυτό θα έπρεπε να γίνει μια άλλη μερα διότι η ζωή δε σταματάει το τρέξιμο, όλο τρέχει τρέχει κι εμείς τρέχουμε από πίσω της να την προλάβουμε. Κοινώς, είχα άλλες υποχρεώσεις, κι είχα σπαταλήσει το χρόνο μου σ’εκείνο το βιβλιοπωλείο.
Τρέχοντας προς τις υποχρεώσεις μου, είδα ένα άλλο βιβλιοπωλείο στο δρόμο. Δεν το πολυσκέφτηκα, στραβοτιμόνιασα και πάρκαρα μπροστά του (ευτυχώς το αμάξι που με ακολουθούσε, είχε αρκετή απόσταση από μένα, και δεν είχε και κανένα πεζό εκείνη τη στιγμή, μη θρηνούσαμε και κάνα θύμα). Με αναπτερωμένο ηθικό, μπαίνω στο βιβλιοπωλείο και δίχως δισταγμό λέω: «Θέλω να πάρω το βιβλίο “Ο Μικρός Πρίγκηπας”». «Τα βιβλία είναι στο υπόγειο», μου απάντησε η υπάλληλος και σχεδόν έτρεξα προς τα σκαλιά. Νομίζω κι όλας ότι, από τη βιασύνη μου, η υπάλληλος στο ταμείο νόμισε ότι δεν την είχα ακούσει κι έτσι το επανέλαβε την ώρα που έβαζα το πόδι μου στο πρώτο σκαλί. «Ναι, ναι, άκουσα», της είπα κι εξαφανίστηκα στις σκάλες προς το υπόγειο.
«Θέλω να πάρω το βιβλίο “Ο Μικρός Πρίγκηπας”», άκουσε κι η υπάλληλος στο υπόγειο, αμέσως μόλις την είδα και με ρώτησε τι ψάχνω. Αυτή η τρίτη φορά που ζήτησα το βιβλίο, βγήκε με μια φωνή λαχτάρας, αντίστοιχης με ενός παιδιού που περιμένει από στιγμή σε στιγμή να παίξει με το καινούριο του παιχνίδι, που του έφερε δώρο ο μπαμπάς του ή η μαμά του. Κι η αντίδραση της υπαλλήλου, που ήταν να πάει να μου το φέρει, έκανε αυτή τη λαχτάρα να μεγαλώνει. Επιτέλους, το βρήκα σήμερα, και το βράδυ, μετά τις υποχρεώσεις μου, θα άρχιζα να το διαβάζω κι όλας.
Δίκιο είχε η φίλη μου, «όταν το πρωτοδείς θα νομίσεις ότι είναι παιδικό». Ανυπομονούσα να το διαβάσω όμως! Αλλά έκανα υπομονή, πέρασαν οι ώρες κι επέστρεψα στο σπίτι, και επιτέλους, αργά το βράδυ (πριν κάποιες ώρες δηλαδή), άρχισα να το διαβάζω. Λίγο μου φάνηκε στην αρχή, όταν το μετροφύλλησα, αλλά ξεγελάστηκα! Είναι πολύ μεγάλο βιβλίο, όχι λόγω της έκτασής του, αλλά λόγω των νοημάτων που περιέχει.
Και τότε μια σκέψη με τρόμαξε! Ποιός είμαι εγώ για να αντιληφθώ τα τόσα αισθήματα, νοήματα και μαθήματα ζωής που περιέχει αυτό το “παιδικό” βιβλίο; Κι ήταν τότε που άρχισα να διαβάζω μια-δυο σελίδες και μετά να ξαναεπιστρέφω πίσω να τις ξαναδιαβάσω, ξανά και ξανά και ξανά, μπας και έχασα κάποιο νόημα, μπας και η καρδιά μου δεν ρούφηξε μέσα της το κάθε αίσθημα που πρόσφεραν οι λέξεις. Κι ακόμη είμαι στα μισά της διαδρομής, αύριο θα το τελειώσω (τι αύριο, σήμερα, τώρα που πρόσεξα την ώρα), κι είμαι σίγουρος ότι μόλις το τελειώσω, δε θα το κλείσω, αλλά θα γυρίσω ξανά στην πρώτη σελίδα. Δε με προειδοποίησες, φίλη μου, ότι θα μου έπαιρνε ολάκερη ζωή να το διαβάσω αυτό το μικρό βιβλίο.
Όντως, η αλήθεια είναι ότι μέχρι πριν λίγες μέρες, δεν το είχα ξανακούσει αυτό το βιβλίο. Ίσως να άργησα πολλά χρόνια να το διαβάσω, πάρα πολλά χρόνια. Το σίγουρο είναι ότι δε θ’αφήσω ούτε λέξη του να πάει χαμένη. Αυτό, τουλάχιστον, οφείλω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου